- αηδονίστικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αηδόνι, ο αηδονήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάλ. -ίστικος κατά το σχήμα κορίτσι-κοριτσίστικος κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αηδονίζω — 1. μιμούμαι τη φωνή, το κελάηδημα τού αηδονιού, τραγουδώ γλυκά 2. φλυαρώ, μιλώ χαρούμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι. ΠΑΡ. αηδόνισμα, αηδονισμός, αηδονίστικος] … Dictionary of Greek